Μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά δεν επωφελούνται από τη χρήση γυαλιών με υψηλότερες ποσότητες αστιγματισμού ή που ήταν σε μικρότερη ηλικία κατά τη διάγνωση.
Λόγω σχετικής έλλειψης στοιχείων για το αν τα αστιγματικά παιδιά χωρίς αμβλυωπία στη διάγνωση θα ωφεληθούν από την οπτική διόρθωση, οι ερευνητές συνέκριναν τα οπτικά αποτελέσματα 85 παιδιών ηλικίας ενός έως επτά ετών με μέτριο αμφοτερόπλευρο αστιγματισμό ( +1,25D έως +3,25D) και με φυσιολογική όραση κατά τη πρώτη διάγνωση, τα οποία υποβλήθηκαν σε θεραπεία με γυαλιά.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι το ποσοστό ανάπτυξης αμβλυωπίας ή στραβισμού μετά από 18 μήνες ή περισσότερο ήταν παρόμοιο και στις δύο ομάδες. Κατά την τετραετή αναφορά το ποσοστό ανάπτυξης αμβλυωπίας ήταν 8,3% στην ομάδα που παρατηρήθηκε και 10,3% στην ομάδα γυαλιών, ενώ ο στραβισμός ήταν 7,1% μεταξύ αυτών που παρατηρήθηκαν και 7,1% των συνταγογραφημένων γυαλιών.
Οι συγγραφείς σημείωσαν αρκετούς περιορισμούς στα συγκεκριμένα ευρήματα. Για παράδειγμα, η ομάδα θεραπείας ήταν μεγαλύτερη και είχε υψηλότερες ποσότητες αστιγματισμού κατά τη διάγνωση.
«Αναγνωρίζουμε περαιτέρω το μεγάλο ηλικιακό εύρος των συμμετεχόντων στη μελέτη και ότι μπορεί να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στις τροχιές οπτικής ανάπτυξης ενός παιδιού ενός έτους και κάποιου έξι ετών. Ωστόσο, η αμβλυωπία δεν ήταν πιο διαδεδομένη μεταξύ των μικρότερων παιδιών στην ομάδα παρατήρησης. Τέλος, τα παιδιά που παρουσιάζουν αμβλυωπία κατά τη διάγνωση μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να την αναπτύξουν χωρίς οπτική διόρθωση, και ως εκ τούτου η μελέτη μπορεί να είναι αυτοεπιλεγόμενη για παιδιά με χαμηλό κίνδυνο ανάπτυξης αμβλυωπίας» τονίζουν οι συγγραφείς.
Επιπλέον, συζήτησαν ότι η πρόληψη της αμβλυωπίας ή του στραβισμού δεν είναι ο μόνος λόγος για τη συνταγογράφηση γυαλιών σε μικρά παιδιά με μέτριο αμφοτερόπλευρο αστιγματισμό. Ωστόσο, ένα από τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι ότι μερικά από αυτά τα παιδιά που είναι ασυμπτωματικά μπορεί να διατρέχουν τον κίνδυνο υπερ-θεραπείας.